Το Υπουργείο Παιδείας ανακοίνωσε το σχέδιο για το «Νέο Λύκειο», που θεωρείται αναπόσπαστο κομμάτι της όλης «μεταρρυθμιστικής» προσπάθειάς του.
Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει στις σχετικές ανακοινώσεις είναι η συστηματική προσπάθεια να παρουσιαστεί μια «μαγική εικόνα» για την κατάσταση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Υποστηρίζεται ότι υπάρχει πλεόνασμα προσωπικού, η καλύτερη αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό και πληθώρα σχολικών μονάδων, παραβλέποντας τα πραγματικά ελλείμματα προσωπικού και υποδομών που υπάρχουν. Η κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος μετράται κυρίως ως αποτυχία των μαθητών να έχουν επιδόσεις στις εξετάσεις, θεωρώντας τη βαθμολογική επίδοση σε ανταγωνιστικούς διαγωνισμούς δείκτη μόρφωσης. Η υψηλή συγκέντρωση μαθητών στα Γενικά Λύκεια παρά στα Τεχνικά χαρακτηρίζεται ως αδυναμία, παραβλέποντας τα προβλήματα της τεχνικής εκπαίδευσης και των προοπτικών της που οδηγούν στο μειωμένο σχετικό κύρος της. Η καταφυγή των μαθητών στα φροντιστήρια και στο υπερβολικό διάβασμα διεκτραγωδείται, παραβλέποντας ότι αυτό είναι το αποτέλεσμα της σύνδεσης ενός μορφωτικά ελλειμματικού Λυκείου με ένα ανταγωνιστικό σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τόσο η ανάγνωση της κρίσης του εκπαιδευτικού συστήματος που κάνει το Υπουργείο Παιδείας, όσο και οι προτάσεις του αντανακλούν μια επιθετική νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Η λογική του περιορισμού των μαθημάτων και των συγχωνεύσεων, ώστε να συγκροτηθούν μεγάλες σχολικές μονάδες αντανακλά τη θέση των νεοφιλελεύθερων ότι τα δημόσια σχολεία σπαταλούν πόρους και προσωπικό και ότι πρέπει να γίνουν φτηνότερα και αποτελεσματικότερα, ιδίως σε μια περίοδο κρίσης. Το σπρώξιμο προς την τεχνική εκπαίδευση επιδιώκει να αναιρέσει προκαταβολικά προσδοκίες ανοδικής μορφωτικής και κοινωνικής κινητικότητας. Το νέο πρόγραμμα σπουδών απηχεί την αντίληψη ότι το σχολείο πρέπει να επικεντρώνει στις άμεσα αξιοποιήσιμες δεξιότητες ενός βασικού αλφαβητισμό και να περιορίσει όσες πλευρές του μορφωτικού ρόλου του αφορούν τη διαμόρφωση κριτικά σκεπτόμενων υποκειμένων. Η εισαγωγή των εργασιών (project) εκφράζει την τάση για εργαλειακή αντιμετώπιση της γνώσης ως άμεσα εφαρμόσιμης τεχνικής, υποτιμώντας παραμέτρους όπως η θεωρητική εμβάθυνση, η κατάκτηση εννοιολογικών πλαισίων, η συνολική αφήγηση.
Όμως, ακόμη και εάν μειωθούν τα εξεταζόμενα μαθήματα, το «νέο λύκειο» θα παραμείνει εξεταστικό κέντρο. Όσο η πρόσβαση σε συγκεκριμένα πανεπιστημιακά τμήματα προσδίδει καλύτερες ή περισσότερο εγγυημένες επαγγελματικές προοπτικές σε σχέση με άλλα (και σε σχέση με το απλό απολυτήριο Λυκείου) οι πανελλαδικές εξετάσεις θα ρίχνουν βαριά σκιά πάνω στο Λύκειο, θα ενισχύουν την καταφυγή στα φροντιστήρια (συχνά απλώς και μόνο ως επανάληψη της «κανονικής» εκπαιδευτικής διαδικασίας στη σχετικά καλύτερη συνθήκη της ύπαρξης 7 ή 8 μαθητών σε μια τάξη), θα διαμορφώνουν μηχανισμό ταξικής επιλογής. Άλλωστε, το ίδιο το Υπουργείο εξαγγέλλει «προσομοιώσεις» εξετάσεων μέσα στη σχολική χρονιά! Τα αλλεπάλληλα διαγωνίσματα της φροντιστηριακής εκπαίδευσης ανάγονται πλέον σε παιδαγωγικό κανόνα. Και βέβαια, τα πράγματα αναμένεται να κάνει χειρότερα η προοπτική του «προπαρασκευαστικού έτους» στην ανώτατη εκπαίδευση, μέσα από την εισαγωγή σε «Σχολές» και όχι τμήματα, που θα οδηγήσει σε ένα επιπλέον εξεταστικό φίλτρο!
Το «Νέο Λύκειο» δεν πρόκειται να αναιρέσει κανένα από τα προβλήματα του «παλιού». Ο εξεταστικός μαραθώνιος, ο φετιχισμός των επιδόσεων, η αποσπασματικότητα της γνώσης, η αποξένωση των μαθητών από τη διδακτική πράξη θα διατηρηθούν, οι περικοπές και η λογική της «εξοικονόμησης» πόρων και προσωπικού θα κάνουν ακόμη πιο δύσκολη τη συνθήκη, η ανεργία και η απουσία μέλλοντος θα εντείνουν την απόγνωση των νέων. Περισσότερο παρά ποτέ η απάντηση στην κρίση του σχολείου απαιτεί εκείνες τις αφετηρίες που έχουν προτάξει τα κινήματα της εκπαίδευσης: γενναία χρηματοδότηση, εργασιακή αξιοπρέπεια του εκπαιδευτικού, παιδαγωγική ελευθερία, ριζική μείωση της βαρύτητας των εξετάσεων στη σχολική ζωή, ελεύθερη πρόσβαση στη μόρφωση.