02 Δεκεμβρίου 2010

«Κατάργηση Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων για περιορισμό του κόστους εκπαίδευσης. Μύθοι και πραγματικότητα»

Ιωάννης Φύκαρης
Λέκτορας (υπό διορισμό)
Διδακτικής Μεθοδολογίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων 

Το τελευταίο διάστημα και εξ αφορμής της βαθειάς οικονομικής κρίσης, την οποία διέρχεται η χώρα, γίνεται διευρυμένη συζήτηση για κατάργηση οργανισμών του άμεσου αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στο πλαίσιο αυτό ακούγεται και πάλι πολύ έντονα η κατάργηση Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων, τα οποία σύμφωνα με δημοσιεύματα στο ημερήσιο τύπο (Έθνος, 27-11-2010) ανέρχονται περίπου σε 300 για όλη τη χώρα, με έμφαση σε Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία της ηπειρωτικής Ελλάδας.
 Στη συζήτηση αυτή τα κύρια επιχειρήματα, που αναπτύσσονται εστιάζουν στην άποψη ότι τα σχολεία αυτά είναι «ατροφικά», εξαιτίας του μικρού αριθμού μαθητών που φοιτούν σε αυτά και, επιπλέον- με έμφαση στα μονοθέσια-   κοστίζουν περισσότερο στο κράτος, αφού τα συνολικά έξοδα λειτουργίας τους (συντήρηση κτιρίων, αναλώσιμα υλικά, μισθοί δασκάλων) κατανέμονται σε λιγότερους μαθητές. Με βάση τα επιχειρήματα αυτά χαρακτηρίζονται τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία ως «αντιοικονομικοί και αναποτελεσματικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί, αφού το υψηλό κόστος λειτουργίας τους παρέχει χαμηλό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα».

Επί των επιχειρημάτων αυτών διατυπώνεται ο ακόλουθος αντίλογος, ο οποίος εδράζει σε έγκυρα και επιστημονικά τεκμηριωμένα δεδομένα της Παιδαγωγικής επιστήμης και έρευνας.
Καταρχήν το ζήτημα «αποτελεσματικότητα» στην παιδαγωγική και εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί μία πολυεπίπεδη και πολυσύνθετη κατάσταση, με πολλούς εμπλεκόμενους παράγοντες, εξατομικευμένα χαρακτηριστικά, διαφοροποίηση αντιλήψεων αλλά και στόχων και κύριων παιδαγωγικών και εκπαιδευτικών επιλογών. Έτσι, επιλογές που σε μια εκπαιδευτική ή διδακτική περίσταση ήταν εξαιρετικά λειτουργικές σε άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις ήταν τελείως δυσλειτουργικές. Αυτό ισχύει, διότι τόσο η παιδαγωγική όσο και διδακτική διαδικασία δεν λειτουργεί με θέσφατα ή τετελεσμένα, αλλά βρίσκεται σε διαρκή διαπραγμάτευση και επαναπροσέγγιση, ανάλογα με την εκάστοτε εκπαιδευτική περίσταση.
Επιπλέον, διαχρονικά αποδεκτές μελέτες, με κορυφαία την Έκθεση Coleman (1965) στις ΗΠΑ, έχουν δείξει ότι η αύξηση ή η μείωση του κόστους εκπαίδευσης δεν συνεπάγεται αφεαυτού και βελτίωση του διδακτικού αποτελέσματος, αν δεν συνδυαστεί και με μια σειρά άλλων εκπαιδευτικών παραμέτρων και επιλογών.
Πέρα τούτων η μείωση της αναλογίας κόστους λειτουργίας σχολείου προς το σύνολο των φοιτούντων σε αυτά μαθητών δεν οδηγεί και σε βελτίωση του εκπαιδευτικού αποτελέσματος. Μάλλον φαίνεται ότι επιδεινώνεται το εκπαιδευτικό αποτέλεσμα.
Συνδυαστικά με αυτό επισημαίνεται ότι το να αξιοποιείται μόνο ως κριτήριο κόστους η αναλογία κόστους λειτουργίας σχολείου προς το σύνολο των φοιτούντων σε αυτά μαθητών δεν αποτελεί ασφαλές κριτήριο, διότι πέραν της αναλογίας αυτής υπάρχουν και μια σειρά άλλων δεδομένων, που τελικά ανατρέπουν την εκτίμηση, που κανείς μπορεί με μια βιαστική θεώρηση να εξάγει, όσον αφορά το συνολικό κόστος των Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων.
 
Ειδικότερα επισημαίνονται τα ακόλουθα:
 Στο κόστος λειτουργίας ενός σχολείου συγκαταλέγονται δυο κύριοι παράγοντες. Πρώτον, οι μισθοί των εκπαιδευτικών και δεύτερον, τα υπόλοιπα έξοδα συντήρησης, καθαριότητας, αναλωσίμων και άλλων συναφών. Με μια πρώτη εκτίμηση φαίνεται ότι η κατάργηση ενός σχολείου αυτομάτως καταργεί και τα συγκεκριμένα έξοδα. Η βαθύτερη, ωστόσο, προσέγγιση δείχνει ότι η κατάργηση δημιουργεί ταυτόχρονα ένα άλλο και ιδιαίτερα υπέρογκο κόστος, που αφορά το κόστος μετακίνησης των μαθητών από διάφορες περιοχές σε ένα κεντρικό σχολείο. Η έρευνα δείχνει ότι το κόστος αυτό είναι ιδιαίτερα υψηλό, τόσο, μάλιστα, που στις περισσότερες των περιπτώσεων να είναι πολύ υψηλότερο από αυτό της διατήρησης της λειτουργίας των Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων στις περιοχές όπου εδρεύουν. Επιπλέον, στο κόστος μετακίνησης πρέπει να προστεθεί και το κόστος μισθοδοσίας των επιπρόσθετων εκπαιδευτικών, που θα απαιτηθεί να υπάρξουν στα κεντρικά σχολεία, λόγω της αύξησης του μαθητικού δυναμικού σε αυτά, εξαιτίας της εισαγωγής και των μαθητών από τα καταργημένα σχολεία, καθώς επίσης και των επιπρόσθετων λειτουργικών εξόδων (συντήρησης, αναλωσίμων κλπ), εξαιτίας και πάλι της αύξησης του μαθητικού τους δυναμικού. Η άθροιση των εξόδων αυτών όχι μόνο δεν καθιστά "πανάκριβα" τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία, όπως υποστηρίζεται, αλλά αντιθέτως πολύ πιο οικονομικά.

Επιπλέον και πέραν των ποσοτικών οικονομικών δεδομένων πρέπει να συνυπολογισθούν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά κόστους, στα οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
  • Επικινδυνότητα μετακίνησης των μαθητών.
  • Έλλειψη επιτήρησης τόσο κατά τη μετακίνηση των μαθητών, όσο και στην πιθανή καθυστέρηση αποχώρησής τους από το σχολείο, εξαιτίας καθυστερήσεων των μεταφορικών μέσων.
  • Αύξηση της παραβατικής συμπεριφοράς, λόγω μειωμένου ελέγχου κατά τη μετακίνηση των μαθητών. 
  • Επιβάρυνση κόπωσης των μετακινούμενων μαθητών, οι οποίοι πρέπει να ξεκινούν πολύ νωρίτερα από το σπίτι τους και να επιστρέφουν πολύ αργότερα συγκριτικά με άλλους συμμαθητές τους, οι οποίοι κατοικούν στην περιοχή, στην οποία εδρεύει το κεντρικό σχολείο.
Και μία ακόμη κυριότατη επισήμανση πέρα των οικονομικών δεδομένων. Σειρά έγκυρων και επιστημονικά τεκμηριωμένων ερευνών στο διεθνή χώρο, αλλά και στον ελληνικό, αν και σε μικρότερη έκταση, ως προς το πλήθος των ερευνών, δηλώνει ότι τα Ολιγοθέσια Δημοτικά Σχολεία κάθε άλλο παρά "ατροφικά" μπορούν να χαρακτηριστούν. Η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών αυτών καταλήγει στην εκτίμηση ότι οι επιδόσεις των μαθητών που φοιτούν στα σχολεία αυτά είναι ισάξιες με αυτές των συμμαθητών τους που φοιτούν σε Πολυθέσια σχολεία των αντίστοιχων περιοχών, ενώ από άποψης κοινωνικών και επικοινωνιακών κριτηρίων υπερέχουν σαφώς έναντι των Πολυθεσίων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στις ΗΠΑ παρατηρείται αύξηση της λειτουργίας των Ολιγοθέσιων Δημοτικών Σχολείων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα βίας και παραβατικής συμπεριφοράς.

Καταληκτικά επισημαίνεται ότι κάθε σχολείο που καταργείται οδηγεί στο άνοιγμα μιας κοινωνικής «πληγής», η οποία θα είναι πάντα έτοιμη να «κακοφορμίσει» με απρόβλεπτες συνέπειες. Άλλωστε η φράση του Ιούλιου Βερν ότι «κλείνοντας ένα σχολείο ανοίγει μια φυλακή», είτε χρησιμοποιείται κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, είναι πάντοτε επίκαιρη.