Τους τελευταίους μήνες, μια ενοχλητική ιδέα βασάνιζε το κυβερνητικό επιτελείο: η πιθανότητα να μετατραπεί η πλατεία Συντάγματος σε κάτι που να μοιάζει με «Ταχρίρ», ύστερα από ένα απεργιακό συλλαλητήριο που θα αξιοποιηθεί από εξτρεμιστικές ομάδες για τη δημιουργία εστίας βίαιων εκτρόπων στην καρδιά της Αθήνας. Προχθές, ο εφιάλτης έγινε πραγματικότητα- όχι όμως από τους διαδηλωτές μιας από τις πλέον ειρηνικές, στα όρια της ρουτίνας, πορείες της μεταμνημονιακής εποχής, αλλά από το ίδιο το κράτος.
Διαδηλωτής βαρύτατα τραυματισμένος υφίσταται σπληνεκτομή. Ένας άλλος χαροπαλεύει στο Γενικό Κρατικό με σοβαρότατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ανατριχιαστικά βίντεο, που θυμίζουν... Δαμασκό, δείχνουν άνδρες των ΜΑΤ να ποδοπατούν εν χορώ και να ξυλοκοπούν λυσσαλέα με κλομπ αόπλους, πεσμένους στο έδαφος, εξουδετερωμένους πολίτες. Καρκινογόνο νέφος χημικών αερίων δημιουργεί αδιαπέραστο τείχος, φέρνοντας στο όριο της ασφυξίας κατοίκους και περαστικούς, υπερήλικες και μητέρες με μικρά παιδιά. Παρόμοια περιστατικά δεν μπορούν να εξισωθούν με πράξεις βανδαλισμού και μολότοφ από μεμονωμένους διαδηλωτές ή αναρχικές ομάδες. Όταν αυτοί που ασκούν ιδιαζόντως ειδεχθή, φονική βία είναι όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά τα εντεταλμένα όργανα του επίσημου κράτους, δεν πρόκειται πλέον για απλή παραβατικότητα, αλλά για αντιδημοκρατική εκτροπή.
Τις προάλλες, 44χρονος οικογενειάρχης δολοφονήθηκε (κατά τα φαινόμενα, από ξένους) για μια βιντεοκάμερα στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου. Την επομένη, οικονομικός μετανάστης δολοφονείται στα Κάτω Πατήσια (κατά τα φαινόμενα από Έλληνες, για λόγους αντεκδίκησης). Πως να εμποδίσει κανείς τον συνειρμό που έρχεται αβίαστα: Ενώ η αστυνομία εμφανίζεται ανίκανη να προστατέψει τους κατοίκους αυτής της πόλης, Έλληνες και ξένους, από το κοινό έγκλημα- πράγμα που υποτίθεται ότι είναι η βασική αποστολή της- εξαντλεί όλη την ενεργητικότητά της στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», του απεργού και διαδηλωτή. Μήπως άραγε το ενδεχόμενο «να γίνει η Αθήνα Καμπούλ», όπως έλεγε παλιότερα ο κ. Χρυσοχοίδης, με «εθνοτικές» συγκρούσεις Ελληναράδων εναντίον μεταναστών και με «πολέμους των άκρων», με Χρυσαυγίτες εναντίον αναρχικών, δεν αποτελεί, για ορισμένους, παρά το έλασσον κακό;
Θα ήταν εύκολο να αναζητηθούν εξιλαστήρια θύματα σε κάποια αστυνομικά όργανα με «υπερβάλοντα ζήλο» (αν και οι υπεύθυνοι για τον άγριο ξυλοδαρμό της «ζαρντινιέρας» δεν τιμωρήθηκαν παρά με δυσμενή μετάθεση σε γειτονική συνοικία) ή έστω στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό, κ. Παπουτσή. Το μέγα ζήτημα που ανέδειξαν τα προχθεσινά έκτροπα (και μπορεί να φαντασθεί κανείς σε τι κατάσταση θα βρισκόταν τώρα η Αθήνα αν ο 31χρονος είχε χάσει τη ζωή του) είναι το εξής: Η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και, πολύ περισσότερο, η επιβολή ενός δεύτερου μνημονίου είναι αδύνατη χωρίς γενικευμένη κοινωνική έκρηξη ή κάποιου είδους αυταρχική εκτροπή ή και τα δύο μαζί.
Κάποια στιγμή, οι ελίτ αυτού του τόπου οφείλουν να σταματήσουν και να σκεφτούν: Πού πάμε; Που μας πάνε; Ένα χρόνο μετά το μνημόνιο, δικαιώνονται (δυστυχώς!) εκείνοι που από την πρώτη στιγμή προέβλεψαν ότι η κυβερνητική πολιτική θα αποτύχει και ότι όσοι έθεταν το δίλημμα «αιματηρή λιτότητα ή χρεοκοπία» εγγυώνταν και τα δύο, και την πτώχευση των εργαζομένων και τη χρεοκοπία της χώρας. Εκτίναξαν την ανεργία στο 16%, ακρωτηρίασαν τα πραγματικά εισοδήματα κατά 30%, έκοψαν φάρμακα συνταξιούχων και εξετάσεις καρκινοπαθών, μόνο για να ανεβάσουν το χρέος στο 140% του ΑΕΠ, με προοπτική το 160%.
Καθώς η «θεραπεία σοκ» οδηγείται σε αδιέξοδο, οι Γερμανοί προωθούν στην ελεγχόμενη χρεοκοπία- αναδιάρθρωση, με αντάλλαγμα την εκποίηση των πιο ελκυστικών «φιλέτων» του εθνικού πλούτου, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων τραπεζών. Αυτό άλλωστε προβλέπεται από τις βαρύτατες ρήτρες του μνημονίου, που ακολουθούν πιστά τη συνταγή Σάυλοκ: Όταν ο οφειλέτης δεν μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο σε χρήμα, υποχρεούται να δώσει μια λίβρα κρέας από τις σάρκες του.
Πέρυσι τέτοιον καιρό, ο πρωθυπουργός καλούσε τους Έλληνες να ανέβουν ένα πελώριο βουνό θυσιών και στερήσεων, με την υπόσχεση ότι θα τους βγάλει σε ένα οροπέδιο σταθερότητας και ανάκαμψης. Ύστερα από ένα χρόνο εθνικής κατατονίας και κοινωνικών δεινών, τους καλεί να αρχίσουν απνευστί έναν δεύτερο, ακόμη πιο δύσκολο, ανηφορικό Μαραθώνιο χωρίς καμία χειροπιαστή ελπίδα ότι ο εφιάλτης τους κάποτε θα τελειώσει. Το κράτος του φόβου είναι το αναγκαίο υποπροϊόν μιας πολιτικής χωρίς ελπίδα και η ρήση του Τζον Κένεντι ακούγεται δυσοίωνα επίκαιρη: «Όσοι καθιστούν αδύνατη την ειρηνική αλλαγή, κάνουν αναπόφευκτη τη βίαιη».
Διαδηλωτής βαρύτατα τραυματισμένος υφίσταται σπληνεκτομή. Ένας άλλος χαροπαλεύει στο Γενικό Κρατικό με σοβαρότατες κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ανατριχιαστικά βίντεο, που θυμίζουν... Δαμασκό, δείχνουν άνδρες των ΜΑΤ να ποδοπατούν εν χορώ και να ξυλοκοπούν λυσσαλέα με κλομπ αόπλους, πεσμένους στο έδαφος, εξουδετερωμένους πολίτες. Καρκινογόνο νέφος χημικών αερίων δημιουργεί αδιαπέραστο τείχος, φέρνοντας στο όριο της ασφυξίας κατοίκους και περαστικούς, υπερήλικες και μητέρες με μικρά παιδιά. Παρόμοια περιστατικά δεν μπορούν να εξισωθούν με πράξεις βανδαλισμού και μολότοφ από μεμονωμένους διαδηλωτές ή αναρχικές ομάδες. Όταν αυτοί που ασκούν ιδιαζόντως ειδεχθή, φονική βία είναι όχι κάποιοι ιδιώτες, αλλά τα εντεταλμένα όργανα του επίσημου κράτους, δεν πρόκειται πλέον για απλή παραβατικότητα, αλλά για αντιδημοκρατική εκτροπή.
Τις προάλλες, 44χρονος οικογενειάρχης δολοφονήθηκε (κατά τα φαινόμενα, από ξένους) για μια βιντεοκάμερα στην οδό Γ’ Σεπτεμβρίου. Την επομένη, οικονομικός μετανάστης δολοφονείται στα Κάτω Πατήσια (κατά τα φαινόμενα από Έλληνες, για λόγους αντεκδίκησης). Πως να εμποδίσει κανείς τον συνειρμό που έρχεται αβίαστα: Ενώ η αστυνομία εμφανίζεται ανίκανη να προστατέψει τους κατοίκους αυτής της πόλης, Έλληνες και ξένους, από το κοινό έγκλημα- πράγμα που υποτίθεται ότι είναι η βασική αποστολή της- εξαντλεί όλη την ενεργητικότητά της στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού», του απεργού και διαδηλωτή. Μήπως άραγε το ενδεχόμενο «να γίνει η Αθήνα Καμπούλ», όπως έλεγε παλιότερα ο κ. Χρυσοχοίδης, με «εθνοτικές» συγκρούσεις Ελληναράδων εναντίον μεταναστών και με «πολέμους των άκρων», με Χρυσαυγίτες εναντίον αναρχικών, δεν αποτελεί, για ορισμένους, παρά το έλασσον κακό;
Θα ήταν εύκολο να αναζητηθούν εξιλαστήρια θύματα σε κάποια αστυνομικά όργανα με «υπερβάλοντα ζήλο» (αν και οι υπεύθυνοι για τον άγριο ξυλοδαρμό της «ζαρντινιέρας» δεν τιμωρήθηκαν παρά με δυσμενή μετάθεση σε γειτονική συνοικία) ή έστω στον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό, κ. Παπουτσή. Το μέγα ζήτημα που ανέδειξαν τα προχθεσινά έκτροπα (και μπορεί να φαντασθεί κανείς σε τι κατάσταση θα βρισκόταν τώρα η Αθήνα αν ο 31χρονος είχε χάσει τη ζωή του) είναι το εξής: Η συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και, πολύ περισσότερο, η επιβολή ενός δεύτερου μνημονίου είναι αδύνατη χωρίς γενικευμένη κοινωνική έκρηξη ή κάποιου είδους αυταρχική εκτροπή ή και τα δύο μαζί.
Κάποια στιγμή, οι ελίτ αυτού του τόπου οφείλουν να σταματήσουν και να σκεφτούν: Πού πάμε; Που μας πάνε; Ένα χρόνο μετά το μνημόνιο, δικαιώνονται (δυστυχώς!) εκείνοι που από την πρώτη στιγμή προέβλεψαν ότι η κυβερνητική πολιτική θα αποτύχει και ότι όσοι έθεταν το δίλημμα «αιματηρή λιτότητα ή χρεοκοπία» εγγυώνταν και τα δύο, και την πτώχευση των εργαζομένων και τη χρεοκοπία της χώρας. Εκτίναξαν την ανεργία στο 16%, ακρωτηρίασαν τα πραγματικά εισοδήματα κατά 30%, έκοψαν φάρμακα συνταξιούχων και εξετάσεις καρκινοπαθών, μόνο για να ανεβάσουν το χρέος στο 140% του ΑΕΠ, με προοπτική το 160%.
Καθώς η «θεραπεία σοκ» οδηγείται σε αδιέξοδο, οι Γερμανοί προωθούν στην ελεγχόμενη χρεοκοπία- αναδιάρθρωση, με αντάλλαγμα την εκποίηση των πιο ελκυστικών «φιλέτων» του εθνικού πλούτου, συμπεριλαμβανομένων των μεγαλύτερων τραπεζών. Αυτό άλλωστε προβλέπεται από τις βαρύτατες ρήτρες του μνημονίου, που ακολουθούν πιστά τη συνταγή Σάυλοκ: Όταν ο οφειλέτης δεν μπορεί να αποπληρώσει το δάνειο σε χρήμα, υποχρεούται να δώσει μια λίβρα κρέας από τις σάρκες του.
Πέρυσι τέτοιον καιρό, ο πρωθυπουργός καλούσε τους Έλληνες να ανέβουν ένα πελώριο βουνό θυσιών και στερήσεων, με την υπόσχεση ότι θα τους βγάλει σε ένα οροπέδιο σταθερότητας και ανάκαμψης. Ύστερα από ένα χρόνο εθνικής κατατονίας και κοινωνικών δεινών, τους καλεί να αρχίσουν απνευστί έναν δεύτερο, ακόμη πιο δύσκολο, ανηφορικό Μαραθώνιο χωρίς καμία χειροπιαστή ελπίδα ότι ο εφιάλτης τους κάποτε θα τελειώσει. Το κράτος του φόβου είναι το αναγκαίο υποπροϊόν μιας πολιτικής χωρίς ελπίδα και η ρήση του Τζον Κένεντι ακούγεται δυσοίωνα επίκαιρη: «Όσοι καθιστούν αδύνατη την ειρηνική αλλαγή, κάνουν αναπόφευκτη τη βίαιη».